-
1 προερεω
стяж. προερῶ (fut. к προεῖπον См. προειπον; pf. προείρηκα; pass.: aor. προερρήθην, pf. προείρημαι, ppf. προειρήμην, part. προρρηθείς)1) сказать ранее или наперед(κατὰ τὰ προειρημένα и ἐκ τῶν προειρημένων Plat.)
ταῦτά μοι προειρήσθω Isocr. — скажу это в порядке введения2) публично объявлять, предписывать(π. συλλέγεσθαι ἐς Σάρδις Her.)
πόλεμος προερρήθη Xen. — война объявлена;ἐς τέν προειρημένην ἡμέρην Her. — в назначенный день;παρῆσαν ἔχοντες τὸ προειρημένον Her. — (персы) явились с предписанным (инвентарем);προείρητο αὐτοῖς μέ ἐπιχειρεῖν Thuc. — им (= афинянам) было запрещено вступать в сражение
См. также в других словарях:
Airenosinos — Información Idioma Ibero y/o protoeuskera, latín Región Valle de Arán, Pallars, valles periféricos Correspondencia ac … Wikipedia Español
Andosinos — Saltar a navegación, búsqueda Airenosinos Andosinos Sordones Elisyces Iacetanos … Wikipedia Español
προλέγω — ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β προεῑπον Α 1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.) 2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις») 3. προφητεύω,… … Dictionary of Greek